Ἀμφιάραος
From LSJ
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
English (LSJ)
ου (also
A Ἀμφιάρης Pi.N.9.24, -ηος O.6.13), Att. Ἀμφιάρεως (choriamb. in S.OC1313), ω, Amphiaraus, Argive hero and seer, A., etc.; prob. also called Ἄμφις A.Fr.410:—hence Ἀμφιαράϊον, τό, sanctuary of A., esp. at Oropus, and Ἀμφιαράϊα, τά, festival of A. held there, IG7.48, al., cf. Did. ap. Sch.Pi.O.7.153, Str. 9.1.22, etc. Ἀμφιάρειον, τό, cj. in Pi.I.7(6).33; cf. Ἀμφιεραϊστής.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀμφιάραος: -ου, Ἀττ. Ἀμφιάρεως, ω, (χορίαμβος (-υυ-) ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1313). ὁ Θηβαῖος ἥρως καὶ οἰωνόμαντις, Αἰσχύλ. κτλ.: πιθανῶς αὐτὸς εἶναι ὁ καλούμενος Ἄμφις ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 361.