ἀσύμμικτος

From LSJ
Revision as of 14:51, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύμμικτος Medium diacritics: ἀσύμμικτος Low diacritics: ασύμμικτος Capitals: ΑΣΥΜΜΙΚΤΟΣ
Transliteration A: asýmmiktos Transliteration B: asymmiktos Transliteration C: asymmiktos Beta Code: a)su/mmiktos

English (LSJ)

ον, incapable of blending, στοιχεῖα D.H.Comp.22.

Spanish (DGE)

-ον
que no se puede mezclar ἀσύμμικτα ... φύσει ταῦτα τὰ στοιχεῖα καὶ ἀκόλλητα D.H.Comp.22.14.

German (Pape)

[Seite 380] unvermischt, unvereinbar, D. Hal. C. V. 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύμμικτος: -ον, μὴ δυνάμενος νὰ συμμιχθῇ, νὰ ἑνωθῇ μετ’ ἄλλου, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22: - τὸ ούσιαστ. ἀσυμμιξία Διον. Ἀρεοπ. π. Θ. Ὀν. 4. 7.

Greek Monolingual

ἀσύμμικτος, -ον (Α)
εκείνος που δεν είναι δυνατόν να συμμιχθεί ή να συνενωθεί με κάποιον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σύμμικτος < συμμειγνύω].