ἀπόχρεμμα
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
English (LSJ)
ατος, τό, expectoration, Hp.Loc.Hom.16.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
expectoración, esputo ἀποχρέμματος ἔτι ἐν τῷ πλεύμονι ἐνεόντος Hp.Loc.Hom.16, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 336] τό, der Auswurf beim Husten, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόχρεμμα: τό, τὸ διὰ τῆς ἀποχρέμψεως ἐκβαλλόμενον φλέγμα, Ἱππ. 415. 54· «ἀποχρέμματος· ἀποπτύσματος» Ἡσυχ.