ἕσσο
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
2sg. plpf. Pass. of ἕννυμι, Il.3.57, Od.16.199. ἔσσομαι, Ep. and Aeol. fut. of εἰμί sum.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. pqp. Moy. de ἕννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἕσσο: β΄ ἑν. ὑπερσ. παθ. τοῦ ἕννυμι, ἦ τέ κεν ἤδη λάϊνον ἕσσο χιτῶνα κακῶν ἕνεχ’, ὅσσα ἔοργας Ἰλ. Γ. 57, Ὀδ. Π. 199.
English (Autenrieth)
see ἕννῦμι.
Greek Monotonic
ἕσσο: ἕστο, βʹ ενικ. Παθ. υπερσ. του ἕννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἕσσο: эп. 2 л. sing. ppf. pass. к ἕννυμι.