ἱππαΐς
From LSJ
ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
English (LSJ)
ΐδος, ἡ, hyperdor. for ἱππηΐς, fem. of ἱππικός 1.3, of a knight, πόρπα, i.e. fibula which fastened the trabea of a Roman eques, Epigr.Gr.985.1 (Philae).
Greek (Liddell-Scott)
ἱππαΐς: ΐδος, ἡ, Δωρ. ἀντὶ ἱππηΐς, θηλ., τοῦ ἱππικὸς ΙΙ, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4935b.
Greek Monolingual
ἱππαΐς, -ΐδος, ἡ (Α) ίππος
(δωρ. τ. αντί ίππηΐς) επιγρ. φρ. «ἱππαΐς πόρπα» — πόρπη η οποία συγκρατούσε το ιμάτιο Ρωμαίου πολίτη που ανήκε στους ιππείς.