ὑπεκτίθεμαι

From LSJ
Revision as of 11:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκτίθεμαι Medium diacritics: ὑπεκτίθεμαι Low diacritics: υπεκτίθεμαι Capitals: ΥΠΕΚΤΙΘΕΜΑΙ
Transliteration A: hypektíthemai Transliteration B: hypektithemai Transliteration C: ypektithemai Beta Code: u(pekti/qemai

English (LSJ)

Med.,

   A bring one's property to a place of safety, of persons or things which one removes from the dangers of war, ἔστ' ἂν αὐτοὶ τέκνα τε καὶ τοὺς οἰκέτας ὑπεκθέωνται Hdt.8.4, cf. 41, Th.1.89; ἐκ χερῶν κλέψασ' Ὀρέστην τῶν ἐμῶν ὑπεξέθου S.El.297; ὃν ἔξω δωμάτων ὑπεξέθου E.Andr.69; ὑπεκθέμενοι παιδας ἐς Σαλαμῖνα Lys.2.34; ὑ. τὰ χρήματα X.Cyr.6.1.26; τοῖς ὑπεκτεθημένοις (sic) τὰ βοσκήματα διὰ τὸν πόλεμον BCH54.269 (Rhamnus, iii B. C.); pueros ὑπεκθέμενος in Graeciam, Cic.Att.7.17.4, cf. OGI437.64 (Pergam., i B. C.):—Pass., ὑπεκτιθέμενοι ἔξω τῆς χώρης οἱ παῖδες . . ἥλωσαν Hdt.5.65.    II deposit for re-exportation, εἰ δέ τί κα . . ὑπέχθηται (Cret. for ὑπέκ-θηται) GDI5040.21; cf. ὑπεκθέσιμος.    III Act. -τίθημι, expose a new-born child, Lib.Decl.34.14: in Med. simply, bring forth, γεννᾶν καὶ ὑ. τὸν τόκον Jul.Or.4.145a.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκτίθεμαι: μέσ., φέρω τὰ ὑπάρχοντά μου καὶ βάλλω αὐτὰ εἰς τόπον ἀσφαλῆ, φέρω αὐτὰ μακρὰν τοῦ κινδύνου, ἐπὶ προσώπων ἢ πραγμάτων μεθ’ ὧν τις ἐκφεύγει τοὺς κινδύνους τοῦ πολέμου, ἀπομακρύνω, ἔστ’ ἂν τέκνα τε καὶ τοὺς οἰκέτας ὑπεκθέωνται Ἡρόδ. 8.4, πρβλ. 41, Θουκ. 1. 89· ἐκ χερῶν κλέψασ’ Ὀρέστην τῶν ἐμῶν ὑπεξέθου Σοφ. Ἠλ. 297· ὃν ἔξω δωμάτων ὑπεξέθου Εὐρ. Ἀνδρ. 69· ὑπεκθέσθαι παῖδας ἐς Σαλαμῖνα Λυσί. 194. 1· ὑπ. τὰ χρήματα Ξεν. Κύρ. 6. 1. 26. ― Παθ., ὡς τὸ ὑπέκκειμαι, μεταφέρομαι εἰς τόπον ἀσφαλῆ, Ἡρόδ. 5. 65. ΙΙ. καταθέτω εἰς ἀποθήκην ὅπως ἐκ νέου ἐξαγάγω, εἰ δὲ τί κα... ὑπέχθηται (Κρητ. ὑπέκ-θηται) Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 22, πρβλ. ὑπεκθέσιμος.