Ὁμάριος

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὁμάριος Medium diacritics: Ὁμάριος Low diacritics: Ομάριος Capitals: ΟΜΑΡΙΟΣ
Transliteration A: Homários Transliteration B: Homarios Transliteration C: Omarios Beta Code: *(oma/rios

English (LSJ)

epith. of Zeus, Plb.2.39.6, cf. 5.93.10 ; cf. Ἀμάριος.

Greek Monolingual

Ὁμάριος, ὁ (Α)
προσωνυμία του Διός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η προσωνυμία Ὁμάριος αντιστοιχεί στον αρχαιότερο τ. Ἁμάριος, επίθ. του Διός ως προστάτη τών συνεδριάσεων της Αχαϊκής Ομοσπονδίας, που οι αρχαίοι ταύτιζαν με τον Ὁμαγύριο Δία. Τόσο η προσωνυμία Ἁμάριος όσο και το ρ. που παραδίδει ο Ησύχ. «ἁμαρεῖν
ἀκολουθεῖν, πείθεσθαι» πρέπει να παράγονται από αμάρτυρο επίθ. ἁμᾱρης ή ἅμᾱρος (< ἅμα + ἀραρίσκω, πρβλ. το επίθ. που παραδίδει ο Ησύχ. ἁμαρές) και συνδέονται με το επίρρ. ἁμαρτῆ και το ρ. ἁμαρτῶ (βλ. λ. ἁμαρτῆ). Ο τ. Ὁμάριος έχει σχηματιστεί από το Ἁμάριος, πιθ. κατ' επίδραση του επιρρ. ὁμοῦ (πρβλ. ἁμαρτῶ: ὁμαρτῶ, ἁμαρτῆ: ὁμαρτῆ)
βλ. και λ. ομαρτώ, όμηρος].