ὑπεικτέον
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
one must give way or yield, S.Aj.668, Pl.Cri.51b.
German (Pape)
[Seite 1184] adj. verh. von ὑπείκω, man muß oder darf weichen, nachgeben; Soph. Ai. 653; Plat. Crit. 57 b, neben ἀναχωρητέον.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεικτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ὑπείκω, πρέπει τις νὰ ὑποχωρήσῃ, νὰ ἐνδώσῃ, Σοφ. Αἴ. 668, Πλάτ. Κρίτ. 51Β.
Greek Monotonic
ὑπεικτέον: ρημ. επίθ., αυτο στο οποίο κάποιος πρέπει να ενδώσει, υποταχθεί, σε Σοφ., Πλάτ.