ὑποθυμίαμα
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
Ion. ὑποθυμίημα, ατος, τό, fumigation, Hp.Mul.2.206, Dsc. 1.13, Sor.1.72.
German (Pape)
[Seite 1218] τό, angezündetes Räucherwerk, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποθῡμίᾱμα: τό, τὸ (διὰ θυμιάματος) κάτωθεν κάπνισμα, Ἱππ. 673. 10, Διοσκ. Ι. 12, Γαλην. τ. 14, σ. 490, 6.
Greek Monolingual
-άματος, και ιων. τ. ὑποθυμίημα, -ήματος, τὸ, Α ὑποθυμιῶ
υποκαπνισμός.