ὑπονοητέον
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
one must suppose, Chrysipp. ap. Gal.5.435, Str.16.4.27, Ph.1.581.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπονοητέον: ῥημ. ἐπίθ., τοῦ ὑπονοῶ, δεῖ ὑπονοεῖν, Στράβ. 784, Φίλων 1. 581. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τοπαστέον· ὑποληπτέον, ὑπονοητέον».