ὠκυλόχεια

From LSJ
Revision as of 16:50, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠλόχεια Medium diacritics: ὠκυλόχεια Low diacritics: ωκυλόχεια Capitals: ΩΚΥΛΟΧΕΙΑ
Transliteration A: ōkylócheia Transliteration B: ōkylocheia Transliteration C: okylocheia Beta Code: w)kulo/xeia

English (LSJ)

ἡ, giving a quick birth, of Artemis, Orph. H.2.4, 36.8; of Φύσις, ib.10.19.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκῠλόχεια: ἡ, ἡ ταχύνουσα ἢ εὐκολύνουσα τὸν τοκετόν, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 1.4, κτλ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ως προσωνυμία της Αρτέμιδος) αυτή που επιταχύνει, που διευκολύνει τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + λοχεία «τοκετός»].

German (Pape)

ἡ, die eine schnelle, leichte Geburt befördert, Orph. H. 1.4, öfter.