ὑπόρθριος
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
α, ον, towards morning, early, φωναὶ [τῆς χελιδόνος] Anacreont.9.9.
German (Pape)
[Seite 1230] gegen Morgen, morgendlich, bei Anacr. 9, 9 ὑπόρθριαι φωναί, 3 Endgn.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόρθριος: предрассветный, ранний, утренний (χελιδόνος φωναί Anacr.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόρθριος: -α, -ον, ὁ πρὸς τὸν ὄρθρον, πρωϊνός, ὑπ. φωναὶ [τῆς χελιδόνος] Ἀνακρεόντ. 9. 9.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
(ποιητ. τ.) πρωινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὄρθριος «πρωινός» (< ὄρθρος)].