δουλίδιον
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
τό, Dim. of δουλίς, Hsch.
A s.v. θεράπνιον.
Spanish (DGE)
-ου, τό
dim. de δούλη sirvienta jovencita, o despect. esclavita glos. a θεράπνιον Hsch.θ 337.