ὑπερμάκης
From LSJ
Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid
English (LSJ)
v. ὑπερμήκης.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερμάκης: (ᾱ) дор. Pind. = ὑπερμήκης.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερμάκης: [ᾱ], ες, Δωρικ. ἀντὶ ὑπερμήκης, Πίνδ.
English (Slater)
ὑπερμᾱκης tremendous Ἀθαναία ἀλάλαξεν ὑπερμάκει βοᾷ (O. 7.37)
Greek Monolingual
ὑπέρμακες, Α
(δωρ. τ.) βλ. ὑπερμήκης.
Greek Monotonic
ὑπερμάκης: [ᾱ], -ες, Δωρ. αντί ὑπερ-μήκης.
Middle Liddell
ὑπερ-μά¯κης, ες [doric for ὑπερμήκης.]