ἰόπλοκος

From LSJ
Revision as of 09:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰόπλοκος Medium diacritics: ἰόπλοκος Low diacritics: ιόπλοκος Capitals: ΙΟΠΛΟΚΟΣ
Transliteration A: ióplokos Transliteration B: ioplokos Transliteration C: ioplokos Beta Code: i)o/plokos

English (LSJ)

ἰόπλοκον, = ἰοπλόκαμος (with dark locks), Alc. 55 ; κόρα, Νηρήϊδες, B. 8.72, 16.37 ; Μοῖσαι Lyr.Adesp. 53 ; of Apollo, AP 9.524.10.

Greek (Liddell-Scott)

ἰόπλοκος: -ον, πεπλεγμένος δι’ ἴων, ἴσως = τῷ ἰοπλόκαμος, ἰόπλοχ’ ἁγνά, μειλιχόμειδε Σαπφοῖ Ἀλκ. παρὰ Ἡφαιστίωνι σ. 80, ἔκδ. Gaisf., ὡς ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, 9. 524, ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, (F)ιόπλοκον εὖ εἰπεῖν Κύπριν... Βακχυλ. VIII XI. 72, ἰόπλοκοι... Νηρηΐδες XVI XVII. 38, κτλ. Ἡ λέξις αὕτη συνήθως τονίζεται ἐπὶ τῆς παραληγούσης ἰοπλόκος, οὕτω καὶ ὁ Ἡσύχ., ὅστις ἑρμηνεύει: «ἰοπλόκος˙ ἰόπεπλος˙ ἀπὸ τοῦ χρώματος».

English (Slater)

ῐόπλοκος, -ον (ϝιο-) with violet hair λέγεται παῖδα ἰόπλοκον Εὐάδναν τεκέμεν (Bergk: παῖδ' ἰοπλόκαμον codd.) (O. 6.30) φλέγεται δὲ ἰοπλόκοισι Μοίσαις (Bergk: δ' ἰοπλοκάμοισι codd.) (I. 7.23)