δίμοιρον
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
Russian (Dvoretsky)
δίμοιρον: τό
1 половина (κακοῦ Aesch.);
2 полудрахма (= 3 обола) Plat.;
3 (в Риме), половина римского фунта (λίτραι ἑπτακαίδεκα καὶ δ. Plut.).