Θεσπρωτός
From LSJ
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
de Thesprotie, région au SO de l'Épire ; οἱ Θεσπρωτοί les Thesprotes.
Russian (Dvoretsky)
Θεσπρωτός: теспротийский (Ζεύς Aesch.): Θεσπρωτὸν οὔδας Eur. = Θεσπρωτίς.