θέλγητρον

Revision as of 18:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

τό, (θέλγω) charm, spell, in plural, Hld.7.9: more usually metaph., ὦ φίλον ὕπνου θ. E.Or.211; πόθων θέλγητρα Ath.5.22of; of music, Luc.Im.14; of a city, Id.Scyth.5; cf. θέλκτρον.

German (Pape)

[Seite 1192] τό, Bezauberung, Beschwichtigung, Ergötzung; ὦ φίλον ὕπνου θ. Eur. Or. 211; πόθων θέλγητρα Ath.V, 220 f; Luc. Scyth. 5; Phot. erkl. τὸ εἰς ἡδονὴν ἄγον. Auch das Zaubermittel, Hel. 7, 9.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
soulagement, douceur qui charme.
Étymologie: θέλγω.

Greek (Liddell-Scott)

θέλγητρον: τό, (θέλγω) πᾶν ὅ,τι θέλγει, μαγεύει, ὦ φίλον ὕπνου θ. Εὐρ. Ὀρ. 211· πόθων θέλγητρα Ἀθήν. 220F· ἐπὶ τῆς μουσικῆς, Λουκ. Εἰκόν. 14· πρβλ. θέλκτρον. 2) μαγικὸν μέσον, φίλτρον, Ἡλιόδ. 7, 9.

English (Slater)

θέλγητρον attraction θέλγητρ' ἁδονᾶς fr. 278 ad fr. 223.

Greek Monotonic

θέλγητρον: τό (θέλγω), φυλακτό ή ξόρκι, σε Ευρ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

θέλγητρον: τό чары, очарование (ὕπνου Eur.): θέλγητρα ἔχειν πρός τινα Luc. очаровывать кого-л.

Middle Liddell

θέλγητρον, ου, τό, θέλγω
a charm or spell, Eur., Luc.

English (Woodhouse)

charm, enchantment, something that soothes