θαυμασιότης

From LSJ
Revision as of 15:10, 13 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαυμασιότης Medium diacritics: θαυμασιότης Low diacritics: θαυμασιότης Capitals: ΘΑΥΜΑΣΙΟΤΗΣ
Transliteration A: thaumasiótēs Transliteration B: thaumasiotēs Transliteration C: thavmasiotis Beta Code: qaumasio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A disposition to wonder, Hp.Morb.Sacr.1, Arist.Top.126b15. II marvellous nature or quality, ὅσα ἔχει θαυμασιότητά τινα Clearch.69. 2 as a title, ἡ σὴ θαυμασιότης = your Excellency, CIG 3467.10(Sardes, v A.D.).

German (Pape)

[Seite 1189] ητος, ἡ, Bewunderungswürdigkeit, Hippocr. – Verwunderung, Arist. Top. 4, 5 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

θαυμᾰσιότης: -ητος, ἡ, χαρακτήρ, ἰδιότης ἀξιοθαύμαστος, Ἱππ. 301. 15, Ἀριστ. Τοπ. 4. 5, 12. 2) κατὰ τοὺς χρόνους τῶν Βυζ. αὐτοκρατόρων ἦτο τίτλος, ἡ σὴ θ., ἡ ἐξοχότης σας, Συλλ. Ἐπιγρ. 3467. 10.

Russian (Dvoretsky)

θαυμᾰσιότης: ητος ἡ удивление, удивленность (ἡ ἔκπληξις ὑπερβολὴ θαυμασιότητός, sc. ἐστιν Arst.).