πατριωτικός

From LSJ
Revision as of 15:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατριωτικός Medium diacritics: πατριωτικός Low diacritics: πατριωτικός Capitals: ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: patriōtikós Transliteration B: patriōtikos Transliteration C: patriotikos Beta Code: patriwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or belonging to a πατριώτης or πατριά, ἀργύριον BCH 50.16 (Delph., iv B. C.); τεμένη Arist. Oec. 1346b15; ἱερά Dicaearch. Hist.9.

German (Pape)

[Seite 536] dem oder zu dem πατριώτης gehörig; Arist. oec. 2, 4; ἱερά, Dicaearch. bei St. B. v. πάτρα.

Russian (Dvoretsky)

πατριωτικός: соотечественный или соплеменный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πατριωτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πατριώτην ἢ πατριάν, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 4. 1. Δικαίαρχ. παρὰ Στεφ. τῷ Βυζ. ἐν λ. πάτρα.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πατριωτικός, -ή, -όν, ΝΑ πατριώτης
νεοελλ.
αυτός που αναφέρεται στον πατριωτισμό ή, στους πατριώτες ή στην πατρίδα, ο εθνικός («πατριωτικά αισθήματα)
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πατριώτη ή στην πατριά («πατριωτικὰ τεμένη», Αριστοτ.).