συγκάλυμμα
From LSJ
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
[κᾰ], ατος, τό, a covering, LXX De.22.30 (23.1), 27.20:
German (Pape)
[Seite 964] τό, Bedeckung von allen Seiten, Umhüllung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκάλυμμα: τό, = κάλυμμα, σκέπασμα, Ἑβδ. (Δευτ. ΚΒ΄, 30., ΚΖ΄, 20)· - συγκαλυμμός, ὁ, πλημμ. γραφὴ ἀντὶ ἐγκαλ- ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1496.
Greek Monolingual
-ύμματος, τὸ, Α συγκαλύπτω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συγκαλύπτω.