Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist
-ον, Μ
αυτός που δικάζει μαζί με κάποιον («τὴν σύγκλητον καὶ τὸν δῆμον συνεπιγνώμονας ταύτης τῆς ἀξιώσεως παραλαβεῖν», Ιουστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιγνώμων «αιρετός, κριτής, διαιτητής, εκτιμητής, επόπτης»].
ονος, ὁ, Mitzeuge, K.S.