σατραπίς

From LSJ
Revision as of 16:13, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(σε συνεκφορά με το ναῦς) πλοίο που χρησιμοποιούσε ο σατράπης, σατραπική θαλαμηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σατράπης + επίθημα -ίς (πρβλ. τυραννίς)].