διανεμητής

Revision as of 12:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, distributor, gloss on δατητής, EM249.43.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
repartidor glos. a δατητής Arist.Fr.422, cf. Gloss.2.272.

German (Pape)

[Seite 592] ὁ, der Vertheiler, E. M.

Russian (Dvoretsky)

διανεμητής: οῦ ὁ Arst. = δατητής.

Greek (Liddell-Scott)

διανεμητής: -οῦ, ὁ, = δατητής, ὁ διανομεύς, μοιραστής, Ἀριστ. Ἀποσπ. 383.

Greek Monolingual

ο (θηλ. -τρία, η) (Μ διανεμητής) διανέμω
αυτός που διανέμει
νεοελλ.
γεωργική μηχανή που διασκορπίζει το λίπασμα στους αγρούς.