διανομεύς
English (LSJ)
-έως, ὁ, distributor, Ph.Fr.15H., Plu.Cim.9, Polyaen. 1.34.2.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
1 administrador ὁ μὲν οὖν φίλαυτος δ. ... ὁ Κάϊν, ὁ δὲ φιλόθεος ... ὁ Ἄβελ Ph.Fr.15, δ. τῶν Σεβαστείων χρημάτων IEphesos 3801.1.7 (I d.C.).
2 distribuidor del botín dicho del general vencedor ὁ Κίμων ἀπῄει γελοῖος εἶναι δοκῶν δ. Plu.Cim.9, cf. Polyaen.1.34.2, ὁ δ. τῶν ἐπιβαλλόντων ἑκάστοις de Augusto, Ph.2.567
•dispensador ὁ γὰρ θεὸς ὁ δ. ἀντανισώσει τὸ ἐνδεές Synes.Prouid.2.6, πῶς οὖν οὐ μακάριος ὁ τῶν θείων δωρεῶν δ.; Gr.Nyss.Beat.160.8.
German (Pape)
[Seite 593] ὁ, der Vertheiler, Plut. Cim. 9 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
qui partage, distributeur.
Étymologie: διανέμω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διανομεύς -έως, ὁ [διανέμω] verdeler.
Russian (Dvoretsky)
διανομεύς: έως ὁ производящий дележ (добычи), распределитель Plut.
Greek (Liddell-Scott)
διανομεύς: έως, ὁ, ὁ διανέμων, διαμοιράζων, Πλούτ.-Κίμ. 9.
Greek Monotonic
διανομεύς: -έως, ὁ (διανέμω), διανομέας, σε Πλούτ.
Middle Liddell
διανομεύς, έως, n διανέμω
a distributer, Plut.
Translations
distributor
Arabic: قَاسِم; Bulgarian: разпределител; Catalan: distribuïdor; Dutch: verspreider; Finnish: jakaja, jakelija, levittäjä, luokittelija, lajittelija; German: Verteiler; Greek: διανομέας; Ancient Greek: ἀναπομπός, ἀπονεμητής, διαδότης, διαιρέτης, διανεμητής, διανομεύς, ἐπιδότης, ἐπιδώτης, ἐπιμεριστής, μεριστής, νομεύς, ταμίας, ταμιευτής, ταμίης; Indonesian: pembagi, penyalur, distributor; Kazakh: дистрибьютор; Kyrgyz: дистрибьютор; Latin: divisor; Malay: pengedar; Norwegian: distributør; Polish: dystrybutor, dystrybutorka; Russian: дистрибьютор, распределитель; Spanish: distribuidor; Swahili: msambazaji; Swedish: distributör