bereavement
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
English > Greek (Woodhouse)
substantive
deprivation, loss: P. στέρησις, ἡ, ἀποστέρησις, ἡ, V. τὸ τητᾶσθαι.
taking away: P. ἀφαίρεσις, ἡ, παραίρεσις, ἡ.
orphanhood: V. ὀρφάνευμα, τό.