δοξοφαγία
From LSJ
Ἡ δ᾽ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
ἡ, hunger after fame, Plb.6.9.7.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
hambre o deseo de fama διὰ τὴν ἄφρωνα δοξοφαγίαν Plb.6.9.7.
German (Pape)
[Seite 658] ἡ, Heißhunger nach Ruhm, Pol. 6, 9, 7.
Russian (Dvoretsky)
δοξοφᾰγία: ἡ жажда славы, тщеславие Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
δοξοφᾰγία: ἡ, ἀπληστία δόξης, Πολύβ. 6. 9, 7.