δραγματεύω
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
Full diacritics: δραγμᾰτεύω | Medium diacritics: δραγματεύω | Low diacritics: δραγματεύω | Capitals: ΔΡΑΓΜΑΤΕΥΩ |
Transliteration A: dragmateúō | Transliteration B: dragmateuō | Transliteration C: dragmateyo | Beta Code: dragmateu/w |
= δραγμεύω, Eust.1162.17.
agavillar οἱ δὲ παῖδες δραγματεύοντες, ὅ ἐστι τὰ δράγματα συνάγοντες Eust.1162.17.
[Seite 664] Eustath., = δραγμεαω.
δραγμᾰτεύω: δραγμεύω, Εὐστ. 1162. 17.
δραγματεύω (Μ)
δραγμεύω.