γηροτροφία

From LSJ
Revision as of 18:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γηροτροφία Medium diacritics: γηροτροφία Low diacritics: γηροτροφία Capitals: ΓΗΡΟΤΡΟΦΙΑ
Transliteration A: gērotrophía Transliteration B: gērotrophia Transliteration C: girotrofia Beta Code: ghrotrofi/a

English (LSJ)

ἡ, = care of the aged, γηροβοσκία, Antipho Soph.66, PFlor.382.39 (iii A. D.); τὰς γ. ἀποτίνειν Plu.2.579e.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
cuidado, atención en la vejez, seguridad para la vejez γ. γὰρ προσέοικε παιδοτροφίᾳ Antipho Soph.B 66, τὰς Λυσίδος γηροτροφίας ἀποτίνειν Plu.2.579e, cf. PFlor.382.39 (III d.C.).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. γηροβοσκία.
Étymologie: γηροτρόφος.

Greek (Liddell-Scott)

γηροτροφία: ἡ, = γηροβοσκία, Πλούτ. 2. 579Ε.

Greek Monolingual

γηροτροφία, η (Α) γηροτρόφος
γηροβοσκία.

Russian (Dvoretsky)

γηροτροφία: ἡ Plut. = γηροβοσκία.