γλεύκη
From LSJ
English (LSJ)
ης, ἡ, = γλυκύτης, Sch.Nic.Al.171.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ sabor dulce, dulzor Sch.Nic.Al.171a.
Greek (Liddell-Scott)
γλεύκη: -ης, -ἡ, = γλυκύτης, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλ. 171.
Greek Monolingual
γλεύκη, η (Α)
η γλυκύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γλευκ- (πρβλ. γλεύκος)].
German (Pape)
ἡ, = γλυκύτης, Schol. Nic. Al. 171.