ἀκατανάγκαστος

From LSJ
Revision as of 17:12, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατανάγκαστος Medium diacritics: ἀκατανάγκαστος Low diacritics: ακατανάγκαστος Capitals: ΑΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΤΟΣ
Transliteration A: akatanánkastos Transliteration B: akatanankastos Transliteration C: akatanagkastos Beta Code: a)katana/gkastos

English (LSJ)

ον, not compulsory, Diogenian. Epicur.3.61, Porph. ap. Eus.PE5.10.

Spanish (DGE)

-ον
1 no coaccionado, no obligado, libre Diogenian.Epicur.3.61, εἰ γὰρ δὴ ἀβίαστον καὶ ἀκατανάγκαστον καὶ πάντων κρεῖττον τὴν φύσιν ἀπαθὲς ὂν καὶ ἐλεύθερον τὸ θεῖον Eus.PE 5.9, cf. Porph. en Eus.PE 5.10
innecesario, no exigido διὰ τὸ μέτρου Eust.961.35.
2 adv. -ως sin obligar, sin coacción Chrys.M.52.836.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατανάγκαστος: -ον, ὁ μὴ ἀναγκαστικός, ὁ μὴ ἠναγκασμένος, ἑκούσιος, Εὐσ. Εὐαγ. Πρ. 196D, 199A.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατανάγκαστος, -ον) καταναγκάζω
1. αυτός που δεν είναι αναγκαστικός, που δεν επιβάλλεται με τη βία
2. όποιος δεν υπόκειται σε εξαναγκασμό.

German (Pape)

ungezwungen, Sp.