ἀμπελοτρόφος
English (LSJ)
ἀμπελοτρόφον, nurturing vines, B.6.5.
Spanish (DGE)
-ον criador de viñas B.6.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελοτρόφος: -ον, γῆ, ἡ ἀμπέλους τρέφουσα ἢ παράγουσα, Ψελλ. ᾆσμ. ᾀσμ. 1. 14. Βοασσ.
Greek Monolingual
ἀμπελοτρόφος, -ον (Α)
(γη) που τρέφει αμπέλους, στην οποία ευδοκιμούν τα αμπέλια, οινοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + -τροφος < τρέφω.