ἀμπελόφυτος

From LSJ
Revision as of 17:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμπελόφῠτος Medium diacritics: ἀμπελόφυτος Low diacritics: αμπελόφυτος Capitals: ΑΜΠΕΛΟΦΥΤΟΣ
Transliteration A: ampelóphytos Transliteration B: ampelophytos Transliteration C: ampelofytos Beta Code: a)mpelo/futos

English (LSJ)

ον, planted with vines, growing vines, D.S.1.36, Str.5.3.1, Ph.2.371.

Spanish (DGE)

-ον
que produce vides o plantada de vides χώρα D.S.1.36, 5.16, γῆ Str.5.3.1, Ph.2.371, PMasp.151.125 (VI a.C.), κῶμη Str.9.5.19, νῆσος EM 712.49G, ὄρη Poll.1.228.

German (Pape)

[Seite 129] mit Wein bepflanzt, Strab.

Russian (Dvoretsky)

ἀμπελόφῠτος: засаживаемый виноградниками (sc. χώρα Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελόφῠτος: -ον, ὁ κατάφυτος ἐξ ἀμπέλων, ἀμπελοφόρος τόπος, Διον. 1. 36, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμπελόφυτος, -ον)
(για τόπους) ο φυτεμένος με αμπέλια, κατάφυτος από αμπέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + -φυτος < φύομαι].