ἀναλείχω

Revision as of 12:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

lick up, τὸ αἷμα Hdt.1.74.

Spanish (DGE)

lamer τὸ αἷμα ἀναλείχουσι ἀλλήλων Hdt.1.74.

German (Pape)

[Seite 195] auflecken, Her. 1, 74 αἷμα.

French (Bailly abrégé)

essuyer en léchant.
Étymologie: ἀνά, λείχω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλείχω: λείχω, «γλείφω», τὸ αἷμα ἀναλείχουσι ἀλλήλων Ἡρόδ. 1. 74 ἐν τέλει.

Greek Monolingual

ἀναλείχω)
γλείφω
νεοελλ.
1. ποθώ να φάω κάτι νόστιμο, ξερογλείφομαι, λιγουρεύομαι
2. αναδίδω υγρασία
3. (για νερό) ρέω σε ελάχιστη ποσότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + λείχω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναλειχάδα].

Greek Monotonic

ἀναλείχω: μέλ. -ξω, γλείφω, τὸ αἷμα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναλείχω: слизывать (τὸ αἷμα Her.).

Middle Liddell

to lick up, τὸ αἷμα Hdt.