ἀνθρακεία
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
ἡ, making of charcoal, Thphr. HP 3.8.7.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
carboneo τὰ ξύλα ... μοχθηρὰ δὲ καὶ εἰς καῦσιν καὶ εἰς ἀνθρακείαν Thphr.HP 3.8.7.
German (Pape)
[Seite 233] ἡ, das Kohlenbrennen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρᾰκεία: ἡ, κατασκευὴ ἀνθράκων, μοχθηρὰ καὶ εἰς καῦσιν καὶ εἰς ἀνθρακείαν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 8, 7.
Greek Monolingual
η (Α ἀνθρακεία)
ανθρακεύς
η κατασκευή ξυλανθράκων
νεοελλ.
το κόψιμο ξύλων για την κατασκευή ξυλανθράκων.