ἀπαρτιζόντως
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
Adv. adequately, precisely, λόγος κατ' ἀνάλυσιν ἀ. ἐκφερόμενος Antip.Stoic.3.247, cf. Apollod.ib.3.260; Alex.Aphr.in Top.42.27; of division, without remainder, Theo Sm.p.76 H.
Spanish (DGE)
adv. sobre part. pres. de ἀπαρτίζω q.u., cf. ἀπηρτισμένως
1 completamente λόγος κατὰ ἀνάλυσιν ἀ. ἐκφερόμενος Antip.Stoic.3.247, cf. Alex.Aphr.in Top.42.27, 43.1, οὐδενὸς αὐτοῦ (τοῦ χρόνου) τῶν μερῶν ὑπάρχοντος ἀ. Apollod.Stoic.3.260.
2 mat. en la división de manera exacta, sin resto ὅταν ὁ μείζων ὅρος καταμετρήται ὑπὸ τοῦ ἐλάττονος ἀ. Theo Sm.p.76.
German (Pape)
[Seite 281] vollkommen, D. L. 7, 60.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρτιζόντως: ἐπίρρ., τελείως, Διογ. Λ. 7. 60.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαρτιζόντως: в точности, вполне Diog. L.