ἀποχυλίζω
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
extract the juice, prob. in Arist.Pr.873b4, cf. Dsc.1.86: —Pass., Antyll. ap. Orib.4.11.3.
Spanish (DGE)
extraer el jugo de la raíz del papiro οἱ ἐν Αἰγύπτῳ ἀποχυλίζουσιν ἐκπτύοντες τὸ διαμάσημα Dsc.1.86, cf. Dieuch.15.49, Arist.Pr.873b4 (var.)
•tb. en v. pas. χόνδρος ..., ἀποχυλιζόμενος ... καὶ πλυνόμενος ἱκανῶς Antyll. en Orib.4.11.3.
German (Pape)
[Seite 336] den Saft ausdrücken, u. so ganz in Saft verwandeln, Arist.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχῡλίζω: ἐξάγω τὸν χυλὸν ἀπό τινος φυτοῦ, Διοσκ. 1. 115· ἴδε ἀποξυλίζω.