ἀπονικάω
From LSJ
κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
English (LSJ)
overpower, J.AJ15.3.4:—Pass., Arist.MA703a27.
Spanish (DGE)
vencer, aventajar, superar τοῦ πάθους ἀπονικῶντος αὐτόν I.AI 15.60, ὁ δὲ αὐτὸν παριόντα ... ἀπενίκησεν Lyd.Mag.3.75
•en v. pas. τὸ μὲν κοῦφον κάτω ὑπὸ τοῦ βαρυτέρου ἀπονικώμενον Arist.MA 703a27.
German (Pape)
[Seite 316] überwältigend abziehen, κάτω ἄνω Arist. mot. an. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονῑκάω: νικῶ, καταβάλλω, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 15. 3, 4: ― Παθ., Ἀριστ. περὶ Ζ. Κιν. 10. 5.
Russian (Dvoretsky)
ἀπονῑκάω: полностью побеждать, одолевать (ὑπό τινος ἀπονικώμενος Arst.).