ἀσύλληπτος

From LSJ
Revision as of 11:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύλληπτος Medium diacritics: ἀσύλληπτος Low diacritics: ασύλληπτος Capitals: ΑΣΥΛΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: asýllēptos Transliteration B: asyllēptos Transliteration C: asylliptos Beta Code: a)su/llhptos

English (LSJ)

ἀσύλληπτον, not conceiving, Dsc.4.19; preventing conception, φάρμακον Aët. 16.17.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no puede concebir, estéril Dsc.4.19.
2 anticonceptivo φάρμακον Aët.16.17, φίλτρον Cyran.2.7.21.
II no capturado φυλάττειν αὐτὸν ἀσύλληπτον Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1372C.

German (Pape)

[Seite 379] nicht zu fassen, unbegreiflich, Sp.; nicht empfangend, nicht schwanger werdend, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύλληπτος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ μὴ συλλαμβάνουσα ἐν γαστρί, Διοσκ. 4. 19· ὁ μὴ συλλαμβανόμενος, Ψευδο-Ἰουστῖνος 1372C, ὁπόθεν τὸ ἐπίρρ. ἀσυλλήπτως.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσύλληπτος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
(για καταδιωκόμενο) που δεν έχει ή που δεν μπορεί να συλληφθεί
νεοελλ.
1. ακατάληπτος, ανεξιχνίαστος
2. λεπτοφυής, υπερβολικά λεπτός, αόρατος
αρχ.
(για γυναίκα) που δεν μπορεί να συλλάβει ή να κυοφορήσει.