ἐκκαπηλεύω
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
English (LSJ)
lit.,
A sell off:—Pass., ἐκκαπηλεύεσθαι τῆς χώρας Philostr. VA1.15.
II adulterate, Hsch.
Spanish (DGE)
1 exportar, vender fuera de c. gen., en v. pas. ἵν' (σῖτος) ἐκκαπηλευθείη τῆς χώρας Philostr.VA 1.15.
2 fig. adulterar, falsificar τοὺς τῆς ὀρθότητος λόγους Cyr.Al.Luc.1.262.26, τῆς ἀληθείας τὴν δύναμιν ἀνοσίως ἐκκαπηλεύοντες Cyr.Al.Ep.128 en ACO 1.1.4.29.7, cf. Hsch., Sud.
German (Pape)
[Seite 762] aushökern, verkaufen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκᾰπηλεύω: νοθεύω τι ὡς κάπηλος, «ἐκκαπηλεύειν· δολοῦν» Ἡσύχ., Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 197C.
Greek Monolingual
ἐκκαπηλεύω (Α)
νοθεύω.