ἔμβρωμα

From LSJ
Revision as of 10:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβρωμα Medium diacritics: ἔμβρωμα Low diacritics: έμβρωμα Capitals: ΕΜΒΡΩΜΑ
Transliteration A: émbrōma Transliteration B: embrōma Transliteration C: emvroma Beta Code: e)/mbrwma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A that which is eaten away, ἔ. ὀδόντος cavity in a tooth, Dsc.1.77.
II meal, snack, ἔ. πρωϊνόν Ath.1.11c, cf. Sor.1.40.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 comida Ath.11c, cf. Sor.1.12.123, τὸ πρωινὸν ἔ. el almuerzo Apollon.Lex.α 42
alimento παρασχεῖν τῷ βρέφει τὸ ἔ. Iren.Lugd.Haer.4.38.1, cf. Hsch.s.u. ἔντριτον.
2 corrosión, medic. agujero producido por la corrosión ἐμβρώματα ὀδόντος caries dentales Dsc.1.77.2.

German (Pape)

[Seite 807] τό, der Imbiß, Ath. I, 11 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβρωμα: τό, μέρος φαγωμένον ἐκ τῆς χρήσεως, ἔμβρωμα ὀδόντων, τρῦπα, βεβλαμμένον μέρος ὀδόντος, Διοσκ. 1. 105. ΙΙ. «κολατσιό», «δάγκωμα», τὸ πρωινὸν ἔμβρωμα Ἀθήν. 11C.

Greek Monolingual

ἔμβρωμα, το (Α)
το πρόγευμα
αρχ.
το φθαρμένο, το φαγωμένο από την πολλή χρήση.