διαχρέομαι
From LSJ
English (LSJ)
subj. διαχρέωμαι, lon. for διαχράομαι (q.v.).
Spanish (DGE)
v. διαχράομαι.
French (Bailly abrégé)
v. διαχράομαι.
Greek (Liddell-Scott)
διαχρέομαι: ὑποτακτ. διαχρέωμαι, Ἰων. ἀντὶ διαχρῶμαι.
Full diacritics: διαχρέομαι | Medium diacritics: διαχρέομαι | Low diacritics: διαχρέομαι | Capitals: ΔΙΑΧΡΕΟΜΑΙ |
Transliteration A: diachréomai | Transliteration B: diachreomai | Transliteration C: diachreomai | Beta Code: diaxre/omai |
subj. διαχρέωμαι, lon. for διαχράομαι (q.v.).
v. διαχράομαι.
v. διαχράομαι.
διαχρέομαι: ὑποτακτ. διαχρέωμαι, Ἰων. ἀντὶ διαχρῶμαι.