Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
pl. ion. de γέρας.
γέρεα plur., zie γέρας.
γέρεα: ион. pl. к γέρας.
γέρεα: Ἰων. ὀνομ. πληθ. τοῦ γέρας, Ἡρόδ.
γέρεα: Ιων. ονομ. πληθ. του γέρας.