διέρρωγα
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
v. διαρρήγνυμι.
French (Bailly abrégé)
v. διαρρήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
διέρρωγα: pf. к διαρρήγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
διέρρωγα: ἴδε ἐν λ. διαρρήγνυμι.
Greek Monotonic
διέρρωγα: αμτβ. παρακ. του διαρρήγνυμι.