μίλτινος
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
η, ον, of μίλτος, γραμμή Plu.2.1081b, cf. Cleom.2.1; τὸ μ., = μίλτος 1, Plu.2.287d.
German (Pape)
[Seite 186] = μίλτειος; τὸ μίλτινον, die rothe Farbe, Plut. qu. Rom. 98; μιλτίνη γραμμή, adv. Stoic. 40.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de vermillon ; τὸ μίλτινον, vermillon.
Étymologie: μίλτος.
Russian (Dvoretsky)
μίλτῐνος: сделанный красной краской (γραμμή Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μίλτῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ μίλτου· τὸ μίλτινον = μίλτος ΙΙ, Πλούτ. 2. 1081Β.
Greek Monolingual
-ή, -ο (Α μίλτινος, -ίνη, -ον) μίλτος
κατασκευασμένος από μίλτο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μίλτινον
η μίλτος.