λάμψομαι
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
fut.Med.of λάμπω, and also Ion. fut. of λαμβάνω. λᾶν· ὁρᾶν, ἢ λίθον, Hsch. λανηθάς· δευτερίας οἶνος, Id.
French (Bailly abrégé)
f. ion. de λαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
λάμψομαι: ион. fut. к λαμβάνω.
Greek (Liddell-Scott)
λάμψομαι: μέσ. μέλλ. τοῦ λάμπω, προσέτι καὶ Ἰων. μέλλ. τοῦ λαμβάνω.