κατέαγα
From LSJ
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
English (LSJ)
κατεάγην [ᾰ], κατέαξα, v. κατάγνυμι.
French (Bailly abrégé)
v. κατάγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
κατέᾱγα: pf. к κατάγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
κατέᾱγα: κατεαγώς, κατεάγην ᾰ, κατέαξα, ἴδε ἐν λέξ. κατάγνυμι.
Greek Monotonic
κατέᾱγα: αμτβ. παρακ. του κατάγνυμι· -κατεάγην [ᾰ], Παθ. αορ. βʹ, γʹ πληθ. υποτ. κατεαγῶσιν· -κατέαξα, Ενεργ. αορ. αʹ.