ναυτιάω

Revision as of 14:54, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

mostly in pres. and impf. (aor., Luc.Tox.19, Gal.16.665, Phryn.172: fut., Aristo Stoic.1.89):—A suffer from seasickness or suffer from nausea, Ar.Th.882, Pl.Tht.191a, Lg.639b, Arist. Pr.868a6, D.Fr.30, Plu.Per.33; ταῦτα δ' ἐστὶ πλεῖν ἢ ναυτιᾶν Com.Adesp.637; ἐναυτίων Luc.Nec.4. 2 generally, to be disgusted, Demetr.Eloc.15, Phryn.l.c.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés., impf. et ao.
avoir le mal de mer ; avoir des nausées.
Étymologie: ναυτία.

Russian (Dvoretsky)

ναυτιάω: (только praes., impf. и aor.) страдать припадком морской болезни, испытывать приступы тошноты Arph., Plat., Arst., Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ναυτιάω: μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., πάσχω ἐκ ναυτίας, «ἀναγούλας», Ἀριστοφ. Θεσμ. 882, Πλάτ. Θεαίτ. 191Α, Νόμ. 639Β· ἐναυτίων Λουκ. Νεκυομ. 4. 2) καθόλου, βδελύττομαι, ἀποστρέφομαί τι, Δημήτρ. Φαληρ. 15. Περὶ τοῦ τύπου πρβλ. τομάω.

Greek Monotonic

ναυτιάω: μόνο στον ενεστ. και παρατ., αισθάνομαι αναγούλα, υποφέρω από τη ζαλάδα του θαλασσινού ταξιδιού ή από ναυτία, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

ναυτιάω, [from ναυτία only in pres. and imperf.]
to be qualmish, suffer from seasickness or nausea, Ar., Plat.