τομάω
ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
English (LSJ)
need cutting, πρὸς τομῶντι πήματι for a disease that needs the knife, S.Aj.582.
German (Pape)
[Seite 1127] des Schnittes bedürfen, πῆμα τομῶν, ein Uebel, das nur durch den Schnitt geheilt werden kann, Soph. Ai. 580.
French (Bailly abrégé)
τομῶ :
part. prés. neutre τομῶν de τομάον;
avoir besoin du scalpel.
Étymologie: τομή.
Russian (Dvoretsky)
τομάω: (только part. praes.) нуждаться в отсечении: πῆμα τομῶν Soph. зло, которое следует (решительно) отсечь.
Greek (Liddell-Scott)
τομάω: δέομαι τομῆς, ἔχω ἀνάγκην ἐγχειρήσεως, οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδὰς πρὸς τομῶντι πήματι Σοφ. Αἴ. 582· ― περὶ τοῦ τύπου πρβλ. ναυτιάω, φονάω, φαρμακάω.
Greek Monotonic
τομάω: (τομή), εν χρήσει μόνο στη μτχ., χρειάζομαι κόψιμο, εντομή, πρὸς τομῶντι πήματι, λέγεται για αρρώστια που χρειάζεται εγχείρηση, σε Σοφ.
Middle Liddell
τομάω, τομή only in part.]
to need cutting, πρὸς τομῶντι πήματι for a disease that needs the knife, Soph.