ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another
f. de παροράω.
παρόψομαι: fut. к παροράω.
παρόψομαι: μέλλ. τοῦ παροράω.
παρόψομαι: μέλ. του παροράω.